- αἰτιαθήσεσθαι
- αἰτιᾱθήσεσθαι , αἰτιάομαιaccusefut inf mp (attic)αἰτιᾱθήσεσθαι , αἰτιάομαιaccusefut inf mp (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.